Σε κυνηγούν .
Τρέχεις, πέφτεις , ξανασηκώνεσαι. Λαχανισμένος στρίβεις στο δρομάκι και ακουμπάς το χέρι σου στην μάντρα. Σκασμένος σοβάς, στην ώχρα του χρόνου και ένας φύκος στην άκρη, αδύνατον μέσα άνθρωπος να δει. Μπαίνεις ακροπατώντας στην άγνωστη αυλή. Νύχτα βαθιά και οι άλλοι, όλοι κοιμούνται. Κάθεσαι στο τραπέζι της αυλής . Απόλυτη σιωπή και ακούς τους κτύπους της καρδιάς σου . Κτύποι δυνατοί, απελπισμένοι, μέσα εκεί στην πρωτόγνωρη γη. Φόβος είναι και το ξέρεις . Εσύ μ’ αυτόν τον φόβο παρέα γεννήθηκες , παρέα μεγάλωσες και παρέα του εξακολουθείς. Φόβος ακλόνητος, φοβάσαι να μην φοβάσαι. Μέσα σου φόβος κατοικεί.Κάθεσαι στο τραπεζάκι της αυλής. Ανάβεις τσιγάρο, ρουφάς τον καπνό και αποκοιμιέσαι. Εκεί μέσα στην άγνωστη αυλή. Εσύ και ο φόβος σου κοιμόσαστε μαζί καθιστοί στην καρέκλα, πάνω στις σπασμένες πλάκες , μέσα στα γεράνια, τα ζουμπούλια και τους βασιλικούς.
Ξημερώνει, ξυπνάς απ’ την φωνή της και ξαπλώνει ο φόβος σου , απάνω σε τούτη την στιγμή.
Ποιός είστε;
Βελούδινη που είναι η φωνή της. Και το χαμόγελο της. Τα μάτια της , καρφωμένα πάνω σου. Σου φτιάχνει καφέ και λουκουμάδες και αρχίζετε να μιλάτε. Ανακάθεσαι στην καρέκλα σου , ξεγραμμένα τα είχες εσύ όλα τούτα.
Το επόμενο λεπτό ξαναθυμάσαι και ψάχνεις τον φόβο σου. Τον μεγάλο αδερφό σου. Τον φόβο που σε έφερε , τον φόβο που σε σκεπάζει και σε ξεδιψά. Τον άγνωστο φόβο σου.
Για το κορίτσι αυτό που σου μιλά δεν ξέρεις τίποτα. Για την στιγμή που ζεις δεν ξέρεις τίποτα, για αυτούς που σε κυνηγούν δεν ξέρεις τίποτα. Όπως ακριβώς δεν ξέρεις τίποτα και γιατί ποτέ δεν κατάφερες κάπου να μείνεις , να πιστέψεις και έτσι φεύγεις. Φοβάσαι να μην φοβάσαι. Θέλεις να την ξαναδείς. Κοκκινίζει και σε ρωτά γιατί. Μια απάντηση να βρεις , πρέπει να βρεις μια απάντηση να της δώσεις.
Πως να της μιλήσεις, πως θα της δώσεις να καταλάβει τι σε έκανε να νιώσεις για πρώτη φορά. Είναι κάτι που γεννιέται μέσα μας , όταν χαράζει και πέφτουν τα σκοτάδια.
Για να σε ευχαριστήσω που με δέχθηκες στην αυλή σου , ξένο άνθρωπο, απαντάς.
Σε πάει μέχρι την πόρτα, τραβάει τον σύρτη , σου κάνει χώρο να περάσεις. Φεύγεις.Ένας κόμπος η χαρά σου, μην σου φύγει το δώρο που το κορίτσι σου έφερε και σου χάρισε. Να μην χαθεί και ξεμάθεις το κεφάλι σου χωρίς να χαμηλώνεις , χωρίς τα μάτια να κατεβάζεις , ευγνωμονώντας , τον φόβο σου να νικάς.
Αννίτα Λουδάρου